- μονόπατος
- η , ο одноэтажный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μονόπατος — η, ο (για οικοδομήματα) αυτός που έχει έναν μόνο όροφο ένα πάτωμα, μονώροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πάτος] … Dictionary of Greek
μονόπατος — η, ο (για σπίτια), αυτός που έχει ένα μόνο πάτωμα, ο μονώροφος: Από τις βροχές πλημμύρισαν όλα τα μονόπατα σπίτια της περιοχής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek